- ξεκρέμαστος
- ξεκρεμάς, η , ο1) снятый (с вешалки и т. п.); не повешенный (о белье и т. п.); 2) бессвязный; нелепый, несуразный; 3) перен. оставшийся без опоры, не имеющий опоры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκρέμαστος — η, ο [ξεκρεμώ] 1. αυτός που δεν είναι κρεμασμένος κάπου, ξέκρεμος 2. μτφ. α) αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος (α. «ξεκρέμαστες ιδέες» β. «ξεκρέμαστα λόγια») β) (για πρόσ.) i) αυτός που δεν έχει οικονομικά ερείσματα, που έμεινε χωρίς… … Dictionary of Greek
ξεκρέμαστος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι κρεμασμένος. 2. μτφ., παράλογος, ανερμάτιστος, ανόητος: Ξεκρέμαστες κουβέντες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέκρεμος — ή, ο ξεκρέμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκρεμώ] … Dictionary of Greek